πύο

πύο
το
υγρό υποκίτρινο, παχύρρευστο που σχηματίζεται σε περιοχές φλεγμονής, έμπυο, όμπυο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πύο — (Ιατρ.), Υγρό ποικίλης πυκνότητας, γενικά λευκό, κιτρινωπό ή πρασινωπό, πολύ φτωχό σε ινική, που με την παρουσία του χαρακτηρίζει την πυώδη εξιδρωματική φλεγμονή. Το π. σχηματίζεται όταν το εξίδρωμα του πλάσματος ενώνεται με το πλήθος των… …   Dictionary of Greek

  • εμπυάζω — έμπυασα, εμπυασμένος, και ομπυάζω (για πληγές, δοθιήνες κτλ.), σχηματίζω πύο, μαζεύω πύο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βούζουνας — ο και βουζούνα, η και βουζούνι, το σπυρί με πύο, δοθιήν, καλόγερος. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ουσ. βυζούνι < βυζούνι < βύζα, μεγεθ. του ουσ. βυζί*. Ο τ. βούζουνας μεγεθ. του ουσ. βουζούνι] …   Dictionary of Greek

  • διάπυος — ο (Α διάπυος, ον) γεμάτος με πύο …   Dictionary of Greek

  • ιχωροειδή — ἰχωροειδής, ές (Α) αυτός που μοιάζει με ιχώρα, με πύο ή με ορό, πυώδης, ορώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχώρ, ἰχῶρος + ειδής (πρβλ. φλογο ειδής, χολο ειδής)] …   Dictionary of Greek

  • καντήλα — η (Μ καντήλα και κανδήλα, Α κανδήλη) η κρεμαστή λυχνία που ανάβει με καντηλήθρα βουτηγμένη στο λάδι και χρησιμοποιείται στους ναούς και στα εικονοστάσια τών σπιτιών νεοελλ. 1. μεγάλο ποτήρι γεμάτο κρασί 2. φουσκάλα τού δέρματος με πύο ή υγρό, που …   Dictionary of Greek

  • κριθαράκι — (Ιατρ.). Μικρό, γεμάτο με πύο απόστημα του δέρματος, που δημιουργείται στο ελεύθερο χείλος του βλεφάρου και οφείλεται συνήθως σε σταφυλόκοκκο. Το κ. είναι συχνό κυρίως σε παιδιά και άτομα ευαίσθητα σε σταφυλοκοκκιάσεις, εντοπίζεται δε στα βλέφαρα …   Dictionary of Greek

  • κυστίτιδα — Οξεία ή χρόνια φλεγμονή της ουροδόχου κύστης. Είναι συχνή πάθηση, μερικές φορές πρωτοπαθής, συχνότερα όμως δευτεροπαθής, και παρουσιάζεται ως συνέπεια άλλων βλαβών που εντοπίζονται στην ίδια την κύστη ή σε άλλα όργανα που βρίσκονται σε έμμεση ή… …   Dictionary of Greek

  • πάμπυος — πάμπυος, ον (Α) γεμάτος πύο, πυώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + πύον] …   Dictionary of Greek

  • ρωδίγξ — και ῥώτιγξ, ιγγος, ἡ, Α στον πληθ. ῥώδιγγες και ῥώτιγγες (κατά τον Ησύχ.) «πληγαὶ ὕφαιμοι διακεκομμέναι, οἱ δὲ μώλωπες». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. άγνωστης ετυμολ. με εκφραστικό επίθημα ιγξ (πρβλ. στρόφ ιγξ, φόρμ ιγξ). Κατά μία άποψη, ο τ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”